- μονόστιχος
- -η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + στίχος (πρβλ. πολύ-στιχος)].
Dictionary of Greek. 2013.